- μανιόκηπος
- μανιόκηπος, -ον (Α)(για γυναίκα) αυτή που πάσχει από νυμφομανία, ανδρομανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + κῆπος* «γυναικείο εφήβαιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μανιόκηπος — madly lustful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιόκηπον — μανιόκηπος madly lustful masc/fem acc sg μανιόκηπος madly lustful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek